εξαγιασμός


εξαγιασμός
Προφορά

Ετυμολογία
εξαγιασμός εξαγιάζω

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο εξαγιασμός

✦ η μεταβολή κάποιου σε άγιο, καθαγίαση
(μτφ. ) εξαγνισμός

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.