εξέδρα
Προφορά
Ετυμολογία
εξέδρα αρχαία ελληνική ἐξέδρα
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η εξέδρα
✦ τεχνικό έργο, συνήθ. ξύλινο, σε αρκετό ύψος από το γύρω έδαφος, προορισμένο για ποικίλες χρήσεις
✦ το κλιμακωτό τμήμα θεάτρου, γηπέδου κτλ.
✦ (συνεκδ.) οι θεατές
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–