εξάψαλμος
Προφορά
Ετυμολογία
εξάψαλμος μεταγενέστερη ελληνική επίθετο ἑξάψαλμος
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└αρσενικό┘ ο εξάψαλμος
✦ σειρά έξι ψαλμών που διαβάζονται κατά την ακολουθία του Όρθρου
✦ (μτφ. ) σειρά αυστηρών παρατηρήσεων, κατσάδα
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–