εξάτμιση


εξάτμιση
Προφορά

Ετυμολογία
εξάτμιση μεταγενέστερη ελληνική ἐξάτμισις

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η εξάτμιση

✦ η μετατροπή υγρού σε ατμό ή αέριο
✦ η διαφυγή ατμού και το μέρος της διαφυγής
✦ εκπομπή των καυσαερίων των οχημάτων στην ατμόσφαιρα
✦ εξάρτημα οχήματος από το οποίο εκβάλλονται τα καυσαέρια στην ατμόσφαιρα

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.