εξάρθρωση
Προφορά
Ετυμολογία
εξάρθρωση εξαρθρώνω
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η εξάρθρωση
✦ η μετατόπιση οστού από την άρθρωσή του, στραμπούλιγμα
✦ (μτφ. ) διάλυση, εξουδετέρωση: η εξάρθρωση της ομάδας των αναρχικών
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–