εξάντληση


εξάντληση
Προφορά

Ετυμολογία
εξάντληση μεταγενέστερη ελληνική ἐξάντλησις

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η εξάντληση

✦ πλήρης ανάλωση, ξόδεμα
✦ εξασθένηση, κατάπτωση του ανθρώπινου οργανισμού

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.