εξάλειψη


εξάλειψη
Προφορά

Ετυμολογία
εξάλειψη μεταγενέστερη ελληνική ἐξάλειψις

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η εξάλειψη

✦ η ενέργεια και το αποτέλεσμα του εξαλείφω: εξάλειψη κάθε δικαιώματος και κάθε ηθικής ελευθερίας (Γ. Θεοτοκάς)

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.