εξάγω
Προφορά
Ετυμολογία
εξάγω αρχαία ελληνική ἐξάγω
Ερμηνεία
└ρήμα┘ εξάγω
✦ οδηγώ έξω
✦ στέλνω έξω
✦ (γεν.) βγάζω
✦ (ειδ. για προϊόντα ή εμπορεύματα) διαθέτω στις αγορές του εξωτερικού
✦ συμπεραίνω: τι εξάγεται απ’ αυτόν τον συλλογισμό
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
εισάγω
Επιρρήματα
–