εντύπωση
Προφορά
Ετυμολογία
εντύπωση μεταγενέστερη ελληνική ἐντύπωσις
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η εντύπωση
✦ ό,τι μένει στην αντίληψη ή στη μνήμη από εξωτερικά ερεθίσματα
✦ (γεν.) ζωηρή αίσθηση από κάποιο γεγονός
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–