εντυπώνω
Προφορά
Ετυμολογία
εντυπώνω αρχαία ελληνική ἐντυπόω -ῶ
Ερμηνεία
└ρήμα┘ εντυπώνω
✦ (μτφ. ) χαράζω κάτι στο νού μου: ήταν μια εικόνα που μου εντυπώθηκε βαθιά – για λίγες στιγμές, εντυπωμένες στη μνήμη μας (Κ. Τσάτσος)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–