εντυπώνω


εντυπώνω
Προφορά

Ετυμολογία
εντυπώνω αρχαία ελληνική ἐντυπόω -ῶ

Ερμηνεία
ρήμα εντυπώνω

(μτφ. ) χαράζω κάτι στο νού μου: ήταν μια εικόνα που μου εντυπώθηκε βαθιά – για λίγες στιγμές, εντυπωμένες στη μνήμη μας (Κ. Τσάτσος)

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.