εντοπιότητα


εντοπιότητα
Προφορά

Ετυμολογία
εντοπιότητα εντόπιος

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η εντοπιότητα

✦ η σύνδεση ενός προσώπου με ορισμένο τόπο, είτε επειδή κατάγεται απ’ αυτόν είτε επειδή έχει προηγούμενη δημοσιοϋπαλληλική υπηρεσία σ’ αυτόν και η εξιατίας αυτών νομική αδυναμία να υπηρετήσει σ’ αυτόν τον τόπο ως δημόσιος υπάλληλος ή λειτουργός

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.