εντολοδότρια


εντολοδότρια
Προφορά

Ετυμολογία
εντολοδότρια εντολή + δότης

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο εντολοδότρια

✦ θηλ. εντολοδότρια (Κ -τις, -ιδος) βλ. εντολέας

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.