εντολή
Προφορά
Ετυμολογία
εντολή αρχαία ελληνική ἐντολή
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η εντολή
✦ παραγγελία, διαταγή
✦ (νομ.) σύμβαση με την οποία ο ένας από τους συμβαλλόμενους (εντολέας) αναθέτει στον άλλο (εντολοδόχο) εκτέλεση πράξεως ή σειράς πράξεων
✦ (ηλεκτρον.) οδηγία που δίνεται στον ηλεκτρονικό υπολογιστή από το πληκτρολόγιο, για να αρχίσει ή να τελειώσει κάτι
✦ φρ. κατ’ εντολήν, με διαταγή άλλου, όχι αυτοβούλως
✦ δέκα εντολές, που δόθηκαν από το Θεό στο Μωυσή, ά. δεκάλογος
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–