εντεψίζικος


εντεψίζικος
Προφορά

Ετυμολογία
εντεψίζικος └τουρκ┘edepsiz (= ανάγωγος, αγενής)

Ερμηνεία
επίθετο┘ εντεψίζικος -η, -ο

✦ αγενής, αθυρόστομος, αδιάντροπος

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.