εντεταμένος


εντεταμένος
Προφορά

Ετυμολογία
εντεταμένος μτχ. παθ. πρκμ. του ρήματος εντείνω

Ερμηνεία
εντεταμένος

✦ -η, -ο μτχ. ως επίθ. (Κ -η, -ον) οξυμένος, που έχει φθάσει σε σημείο ρήξεως: εντεταμένες σχέσεις

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα
εντεταμένως

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.