ενταλτήριος
Προφορά
Ετυμολογία
ενταλτήριος μεσαιωνική ελληνική ἐνταλτήριος
Ερμηνεία
└επίθετο┘ ενταλτήριος -α, -ο
✦ αυτός με τον οποίο δίνεται εντολή: ενταλτήρια επιστολή
✦ ουδ. ενταλτήριον ως ουσ., έγγραφο επισκόπου με το οποίο παρέχεται σε κληρικό το δικαίωμα να εξομολογηθεί
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–