ενσώματος


ενσώματος
Προφορά

Ετυμολογία
ενσώματος μεταγενέστερη ελληνική ἐνσώματος

Ερμηνεία
επίθετο┘ ενσώματος -η, -ο

✦ αυτός που έχει σώμα, ένσαρκος
✦ (νομ.) ενσώματο πράγμα, περιουσιακό στοιχείο με συγκεκριμένη υπόσταση, που είναι υπαρκτό ως πράγμα

Συνώνυμα

Αντίθετα
ασώματος
Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.