ενσωματώνω


ενσωματώνω
Προφορά

Ετυμολογία
ενσωματώνω μεταγενέστερη ελληνική ἐνσωματόω -ῶ

Ερμηνεία
ρήμα ενσωματώνω

✦ ενώνω κάτι με άλλο σε ένα σώμα

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.