ενσφράγιστος


ενσφράγιστος
Προφορά

Ετυμολογία
ενσφράγιστος ενσφραγίζω

Ερμηνεία
επίθετο┘ ενσφράγιστος -η, -ο

✦ σφραγισμένος: ενσφράγιστες προσφορές

Συνώνυμα

Αντίθετα
ασφράγιστος
Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.