ενστερνισμός


ενστερνισμός
Προφορά

Ετυμολογία
ενστερνισμός ενστερνίζομαι

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο ενστερνισμός

✦ εναγκαλισμός
(μτφ. ) αποδοχή με θέρμη

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.