ενδοσκόπος


ενδοσκόπος
Προφορά

Ετυμολογία
ενδοσκόπος ένδον + σκοπώ

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό ή θηλυκό┘ ο, η ενδοσκόπος

✦ ο γιατρός που ενεργεί ενδοσκόπηση, που εξετάζει με το ενδοσκόπιο κοιλότητα του σώματος
✦ που εξετάζει ψυχικά φαινόμενα και λειτουργίες με αυτοπαρατήρηση

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.