ενδοσκόπιο


ενδοσκόπιο
Προφορά

Ετυμολογία
ενδοσκόπιο ένδον + αρχαία ελληνική ρ. σκοπῶ (= εξετάζω)

Ερμηνεία
ουσιαστικό
ουδέτερο το ενδοσκόπιο

✦ ειδικό όργανο με το οποίο γίνονται οι ενδοσκοπήσεις

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.