ενδορφίνη


ενδορφίνη
Προφορά

Ετυμολογία
ενδορφίνη └αγγλ┘endorphin

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η ενδορφίνη

(ιατρ.) ουσία που ανιχνεύεται φυσιολογικά στον εγκέφαλο, με αναλγητική δύναμη, και γεν. με δράση ανάλογη της μορφίνης

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.