ενδορφίνη
Προφορά
Ετυμολογία
ενδορφίνη └αγγλ┘endorphin
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η ενδορφίνη
✦ (ιατρ.) ουσία που ανιχνεύεται φυσιολογικά στον εγκέφαλο, με αναλγητική δύναμη, και γεν. με δράση ανάλογη της μορφίνης
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–