ενδοροϊσμός


ενδοροϊσμός
Προφορά

Ετυμολογία
ενδοροϊσμός απόδοση του └γαλλ┘ όρου endoréisme

Ερμηνεία
ενδοροϊσμός

✦ (γεωλ.) φαινόμενο κατά το οποίο τα ρέοντα νερά μιας περιοχής δεν φτάνουν στη θάλασσα

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.