ενδομυϊκός


ενδομυϊκός
Προφορά

Ετυμολογία
ενδομυϊκός ένδον + μυς

Ερμηνεία
επίθετο┘ ενδομυϊκός -ή, -ό

✦ που υπάρχει ή γίνεται μέσα στους μυς τους σώματος: ενδομυϊκά αγγεία – ενδομυϊκή ένεση

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα
ενδομυϊκώς

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.