ενδοιαστικός


ενδοιαστικός
Προφορά

Ετυμολογία
ενδοιαστικός μεταγενέστερη ελληνική ἐνδοιαστικός

Ερμηνεία
επίθετο┘ ενδοιαστικός -ή, -ό

✦ που εκφράζει ενδοιασμό
✦ διστακτικός, αναποφάσιστος

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα
ενδοιαστικώς

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.