εμψυχώνω Posted on 30 Ιουλίου 2018 by HonoLulu — Leave a reply εμψυχώνωΠροφοράhttp://lexiko.ellinopedia.com/wp-content/uploads/mp3/2/εμψυχώνω.mp3Ετυμολογίαεμψυχώνω μεταγενέστερη ελληνική ἐμψυχόω -ῶ Ερμηνεία└ρήμα┘ εμψυχώνω ✦ δίνω ψυχή ✦ (μτφ. ) ζωογονώ, ενθαρρύνω: το πνεύμα οπού μ’ εμψύχωνε του Θεού ήταν φύσημα (Α. Κάλβος) Συνώνυμα–Αντίθετα–Επιρρήματα–