εμψυχώνω


εμψυχώνω
Προφορά

Ετυμολογία
εμψυχώνω μεταγενέστερη ελληνική ἐμψυχόω -ῶ

Ερμηνεία
ρήμα εμψυχώνω

✦ δίνω ψυχή
(μτφ. ) ζωογονώ, ενθαρρύνω: το πνεύμα οπού μ’ εμψύχωνε του Θεού ήταν φύσημα (Α. Κάλβος)

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.