εμφύσημα


εμφύσημα
Προφορά

Ετυμολογία
εμφύσημα αρχαία ελληνική ἐμφύσημα

Ερμηνεία
ουσιαστικό
ουδέτερο το εμφύσημα

✦ φούσκωμα |(ιατρ.) εξόγκωση ή διαστολή ιστού ή οργάνου οφειλόμενη σε αέρα

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.