εμφωλεύω
Προφορά
Ετυμολογία
εμφωλεύω μεταγενέστερη ελληνική ἐμφωλεύω
Ερμηνεία
└ρήμα┘ εμφωλεύω
✦ μένω σε φωλιά, φωλιάζω
✦ (μτφ. ) κρύβομαι μέσα κάπου, ενεδρεύω, παραμονεύω: στην ψυχή του εμφωλεύει μίσος και κακία
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–