εμφυσηματικός


εμφυσηματικός
Προφορά

Ετυμολογία
εμφυσηματικός εμφύσημα

Ερμηνεία
επίθετο┘ εμφυσηματικός -ή, -ό

✦ αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο εμφύσημα
✦ (ως ουσ.) που πάσχει από εμφύσημα

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.