εμφορούμαι
Προφορά
Ετυμολογία
εμφορούμαι αρχαία ελληνική ἐμφορέω -ῶ
Ερμηνεία
└ρήμα┘ εμφορούμαι -είσαι, -είται
✦ κατέχομαι από συναίσθημα, ιδέα κτλ: εμφορείται σ’ όλη τη ζωή του από μια ενιαία συνείδηση δημιουργική (Άγγ. Σικελιανός)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–