εμπορεύσιμος Posted on 30 Ιουλίου 2018 by HonoLulu — Leave a reply εμπορεύσιμοςΠροφοράhttp://lexiko.ellinopedia.com/wp-content/uploads/mp3/2/εμπορεύσιμος.mp3Ετυμολογίαεμπορεύσιμος εμπορεύομαι Ερμηνεία└επίθετο┘ εμπορεύσιμος -η, -ο ✦ που μπορεί να γίνει αντικείμενο εμπορίου και να αποφέρει κέρδος: εμπορεύσιμα προϊόντα Συνώνυμα–Αντίθετα–Επιρρήματα–