εμπορευματοποίηση


εμπορευματοποίηση
Προφορά

Ετυμολογία
εμπορευματοποίηση εμπορευματοποιώ

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η εμπορευματοποίηση

✦ το να θεωρείται, να αντιμετωπίζεται κάτι ως αντικείμενο εμπορίου ενώ δεν είναι: εμπορευματοποίηση του ολυμπιακού ιδεώδους – εμπορευματοποίηση της υγείας

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.