εμπορείο
Προφορά
Ετυμολογία
εμπορείο αρχαία ελληνική ἐμπορεῖον
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└ουδέτερο┘ το εμπορείο
✦ εμπορικό λιμάνι: να σταματήσεις σ’ εμπορεία φοινικικά και τες καλές πραγμάτειες ν’ αποκτήσεις (Κ. Καβάφης)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–