εμπνοή


εμπνοή
Προφορά

Ετυμολογία
εμπνοή αρχαία ελληνική ἐμπνοή

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η εμπνοή

✦ δυνατό φύσημα του ανέμου
✦ η πράξη και το αποτέλεσμα του εμπνέω, έμπνευση: με χαρά και μ’ εμπνοή (Κ. Βάρναλης) – μ’ ένα λυρικό ξέσπασμα της νιότης και μια τυφλή εμπνοή (Γ. Σεφέρης)

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.