εμπνεύστρια


εμπνεύστρια
Προφορά

Ετυμολογία
εμπνεύστρια εμπνέω

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο εμπνεύστρια

✦ θηλ. εμπνεύστρια υποκινητής, εισηγητής

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.