εμπλουτιστικός


εμπλουτιστικός
Προφορά

Ετυμολογία
εμπλουτιστικός εμπλουτίζω

Ερμηνεία
επίθετο┘ εμπλουτιστικός -ή, -ό

✦ ο αναφερόμενος στον εμπλουτισμό, ο χρήσιμος για εμπλουτισμό

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.