εμπλοκή


εμπλοκή
Προφορά

Ετυμολογία
εμπλοκή μεταγενέστερη ελληνική ἐμπλοκή

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η εμπλοκή

✦ μπλέξιμο
✦ εμπλοκή μηχανής, όπλου κτλ., διακοπή οφειλόμενη σε βλάβη της λειτουργίας

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.