εμπιστοσύνη


εμπιστοσύνη
Προφορά

Ετυμολογία
εμπιστοσύνη έμπιστος

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η εμπιστοσύνη

✦ η απόλυτη πίστη σε κάποιον για τα αισθήματά του, την εχεμύθεια, την ικανότητα ή άλλες του ιδιότητες

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.