εμπεριστατωμένος


εμπεριστατωμένος
Προφορά

Ετυμολογία
εμπεριστατωμένος μτχ. του ρήματος εμπεριστατώ

Ερμηνεία
επίθετο┘ εμπεριστατωμένος -η, -ο

✦ που εξετάστηκε ή έγινε με πολλή προσοχή: εμπεριστατωμένη έρευνα

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.