εμπεριέχω
Προφορά
Ετυμολογία
εμπεριέχω αρχαία ελληνική ἐμπεριέχω
Ερμηνεία
└ρήμα┘ εμπεριέχω
✦ περιέχω, περιλαμβάνω, περικλείω κάτι
✦ (μέσ.) εμπεριέχομαι, περιέχομαι, περικλείομαι σε κάτι
✦ (μτφ. ) ενυπάρχω, υφίσταμαι
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–