εμπειρισμός


εμπειρισμός
Προφορά

Ετυμολογία
εμπειρισμός └γαλλ┘ empirisme

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο εμπειρισμός

✦ εμπειρική ενέργεια, χωρίς επιστημονική γνώση
✦ (φιλοσοφ.) θεωρία που δέχεται ως πηγή της γνώσης και κριτήριο της αλήθειας, την εμπειρία

Συνώνυμα
εμπειριοκρατία
Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.