εμπειρικός
Προφορά
Ετυμολογία
εμπειρικός αρχαία ελληνική ἐμπειρικός
Ερμηνεία
└επίθετο┘ εμπειρικός -ή, -ό
✦ που ενεργεί ή γίνεται με βάση την πείρα: κυβέρνησαν με πνεύμα εμπειρικό… αποβλέποντας κυρίως σε άμεσα πρακτικά αποτελέσματα (Γ. Θεοτοκάς)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
εμπειρικά (Κ εμπειρικώς)