εμπαικτικός


εμπαικτικός
Προφορά

Ετυμολογία
εμπαικτικός εμπαίζω

Ερμηνεία
επίθετο┘ εμπαικτικός -ή, -ό

✦ που γίνεται για εμπαιγμό
✦ που συνηθίζει ή αρέσκεται να εμπαίζει τους άλλους

Συνώνυμα
χλευαστικός, ειρωνικός
Αντίθετα

Επιρρήματα
εμπαικτικά (Κ εμπαικτικώς)

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.