εμπίμπρημι
Προφορά
Ετυμολογία
εμπίμπρημι αρχαία ελληνική ἐμπίμπρημι
Ερμηνεία
└ρήμα┘ εμπίμπρημι
✦ καίω, πυρπολώ κάτι
✦ αρχαία ελληνική φρ. (από τον Αίσωπο) τ[ùν οἰκι[ùν ὑμ[ùν ἐμπιμπραμένων ὑμεῖς ἄδετε (= ενώ καίγονται τα σπίτια σας, εσείς τραγουδάτε), για πρόσ. που αδιαφορούν αναισθήτως, πριν από επαπειλούμενη καταστροφή
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–