εμπέτασμα
Προφορά
Ετυμολογία
εμπέτασμα μεταγενέστερη ελληνική ἐμπέτασμα
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└ουδέτερο┘ το εμπέτασμα
✦ χαρτί του τοίχου, ταπετσαρία
✦ προκάλυμμα, παραπέτασμα: λεπτότατα εργασμένα, όλα αυτά τα εμπετάσματα που κοσμούν τις σκηνές μου (Άγγ. Βλάχος)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–