εμπέδωση


εμπέδωση
Προφορά

Ετυμολογία
εμπέδωση εμπεδώνω

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η εμπέδωση

✦ στερέωση, σταθεροποίηση: η εμπέδωση της δημόσιας τάξεως

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.