εμπάργκο
Προφορά
Ετυμολογία
εμπάργκο └αγγλ┘embargo
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└άκλιτο┘ το εμπάργκο
✦ απαγόρευση, από την κυβέρνηση, είσπλου ή έκπλου πλοίων
✦ επιβολή από μια κυβέρνηση περιορισμών στο εμπόριο ή σε κλάδους του εμπορίου, καθώς και απαγόρευση εξαγωγών συγκεκριμένων εμπορευμάτων (όπλα, τεχνολογικός εξοπλισμός κτλ.) προς ορισμένη χώρα
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–