εμιγκρέ


εμιγκρέ
Προφορά

Ετυμολογία
εμιγκρέ └γαλλ┘ émigré

Ερμηνεία
εμιγκρέ

✦ άκλ. η λ. για τους Γάλλους που έφυγαν από τη Γαλλία κατά την επανάσταση
✦ αυτός που εκπατρίζεται για πολιτικούς λόγους

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.