ελκυστήρας
Προφορά
Ετυμολογία
ελκυστήρας αρχαία ελληνική ἑλκυστήρ
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└αρσενικό┘ ο ελκυστήρας
✦ όχημα που ρυμουλκεί γεωργικά μηχανήματα, τρακτέρ
✦ το μέρος της σκευής υποζυγίου που προσαρμόζεται στο στήθος του
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–